Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διὰ πλῆϑος οὐσίας ἢ δι' ὀλιγότητα

См. также в других словарях:

  • ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»